0 Αγιασώτικο Πνεύμα


ΤΟΥ Π'ΤΑΡ', ΓΗ ΓΗ ΦΑΣΟΥΛΑ, ΤΣΙ ΓΗ ΣΜΑΡΙΔΑ
Ένας ξένους ρώτ'σι του σχουριμένου του Βενιζέλου μια μέρα, ποιος εισπράκτορας θα φύγει μι του λεωφορείου των δώδεκα. Λέει ο Βενιζέλος: "Εμ, γη του Π'τάρ, γή γη Φασούλα, γή γη  Σμαρίδα". Λόγιαξί τουν γιου ξένους παραξενιμένους, νόμ'ζι πους τουν κουρουδιέβ'. "Σε παρακαλώ, κύριε, εισπράκτορα γυρεύω και όχι μαγειρείο".
ΚΟΠΣ
Περιοδικό "Αγιάσος"
τ. 24 Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 1984

από το βιβλίο ΤΟ ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ των Δημητρίου και Γιάννη Παπάνη.

ΘΑ ΣΦΑΛΙΣ' ΓΗ ΣΠΙΤΣΑΡΙΑ
Κατά το σούρουπο, ένας Αγιασώτης γέρος ανηφορίζει στον Απέσο (συνοικία της Αγιάσου) για να προυλάβ' να πάρ' σ'νάλειμμα απ' τον Άγιο Σπυρίδωνα, μια τσι στου χουριό δεν έχ' γιατρό για τ' αυτιά. Είχι μπαγλαρουμένου του τσιφάλ' ιτ μι λαγουπρουβιά, που, σαν λέγιν, κόφτ' κουμμάτ' του πόνου. Στ' Ηλιουγραμμέν' του τσισμιδέλ' αντάμουσι του Ξινόφ. "Για που τόβαλις;" τουν ρωτά Ξινόφ'ς.
        --- Για τουν Άγιο Σπυρίδωνα, γιατί πουνεί τ' αφτί μ'.
     --- Μην αργείς, τ' λέγ' Ξινόφ'ς, μάνι, μάνι να πας στον Άγιου, γιατί είνι πιρασμέν' γη ώρα τσι θα σφαλίσ' γη σπιτσαρία.

Γλωσσάρι:
  • σπιτσαρία = φαρμακείο
  • σ'νάλειμμα = λουλούδι από το εικόνισμα
Περιοδικό "Αγιάσος" τ. 118 Μάης-Ιούνης 2000
Ερμόλαος Χατζηβασιλείου

από το βιβλίο "ΤΟ ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ", των Δημήτρη και Γιάννη Παπάνη

ΑΦΗΝΟΥ ΤΑ, ΟΥΡ’ΑΖΙΝ ΤΣΙ ΠΕΦΤΙΝ!

Βασίλ’ς Κατατζάς γιου καφιτζής τς παλιάς Αγιάσο, ήνταν δυσκίλιους τσι για να ξαντιρ’στει έπριπι α πιράσιν δυο, τρεις, τέσσιρ’ς μέρις. Ένας μι του ίδιου κ’σούρ’ τουν ρώτ΄σι τι καν’, μαθές, κάθα φουρά που αργεί να ινιργηθεί. Ε κάνου τίπουτα, είπι Βασίλ’ς. Αφήνουτα τσι ουρ’μάζιν τσι  πέφτιν!

Αντώνης Μηνάς

ΜΕΙΣ ΠΑΜΕ ΠΑΚΕΤΟ!

Γιου διιφθντής τα’ πιρϊουδικού τσι γη τσυαρά ντ’ πήγαν στου Ιππουκράτειου να δείξιν κάτ’ ιξιτάσεις που κάναν. Γη νουσουκόμα τς ίβαλι  τσι  τς ιδυό στου γραφείου τ’ γιατρού, μια τσ’ ίνταν ζιβγάρ’. Γιατρός παραξινεφ’τσι, αλλά Γιάνν’ς τουν κατατόπ’σι,  σα πο ‘πριπι: Μεις, γιατρέ, τ’ είπι, επειδή λεγόμαστε Χατζηβασιλείου, πάμε πατέκο! Γη Βίκυ Χατζηβασιλείου, γη καλή κουπέλα τς τηλϊόραγ’ς,  ίβαλι τσ’ έδγιου του χιρέλ’ ιτς!
ΑΡΠΑ

ΘΕΛ’Σ Α ΣΙ ΠΑΡΟΥ ΜΟΥΤΣΟΥ

Ο Χρίστος Κλήμος του Κουτσ’νέλ του Κ’τσόφ’, περίμενε τον γιο του το Βασίλη να τον αντι καταστήσει στο καφενείο, για πάει αυτός να ξεκουραστεί. Σε καθημερινή βάση, σηκώνεται πολύ πρωι, για ν’ ανοίξει το καφενείο. Ο γιος του αργούσε και ο Χρίστος αδημονούσε. Σε τέτοιες περιπτώσεις δε λείπαν τα «τζ’λουχτήρα». Βλέπεις και ο ίδιος φυσούσε και ξεφυσούσε. Καμιά φορά να σου και πρόβαλε ο Βασίλης και ερχόταν αργά αργά με το πάσο του.
-Άντι, ρε ιφουπλιστή, μπιζέρ’σις α κατεβ’ς!
-Θέλ’ς α σι πάρου μούτσου στα καραβιά μ’ α ξικουραστείς, ε πατέρα!

Αγιάσος 5.8.2011
ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

από το περιοδικό "ΑΓΙΑΣΟΣ" τεύχος 192 Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2012

ΓΗ Σ’ΤΣΙΑ ΤΣΙ ΤΟΥ ΡΗΝΕΛ’

Στου σπίτ’ του Ρηνέλ’ είχαν τσι μια σ’τσια. Στου τσιρό τς, του Ρηνέλ’ κάθα μέρα ανέβινι τσι έτρουγι σύκα. Μόλις τν ίπιρνι χαμπάρ’ γη μάνα τς, φώναζι. Πρόσιχι, Ρηνέλ’, τσι φένιτι του βρατσί σ’. Μια, δυο, τρεις, δικατρεις, απόργι του Ρηνέλ’ τσι σκέφ’ντου ότι, για να του λέγ’ γη μάνα τς συνέχεια, είναι κακό, που πιρνούν τσι βλέπιν του βρατσί τς. Τ’ νύχτα σκέφ’ντου τι να κάν’, για να μη φουνάζ’ γη μάνα τς. Τσι τν ίβρι τα’ λύσ’. Απί τ’ χαρά τς πιρίμινι πότι θα ξ’μιρώσ’, ν’ ανέβ’ στη σ’τσια. Μόλις τα κατίφιρι του Ρηνέλ’, ανέβ’τσι χαρά χαρούμιν’ πα στη σ’στια. Σι λίγου ακού τ’ φουνή τς μάνας ιτς:
-Μουρή Ρηνέλ’, δυο μ’κροι βλέπιν του βρατσί σ’.
-Άσι τς, ω μα, να βλέπιν, ε θα του δουν!
-Γιατί μουρή, τι ποίτσις;
-Βγαλμένου το ‘χου, ω μα!

ΚΑΛΛΙΟΥ ΝΑ ΣΙ ΣΚΟΥΛΑΣΟΥ ΓΩ!

Τίν΄ς Λαλάς, του Ζιμπικούδ’, ήρτι σ'ν Αθήνα να δ’λέψ’, να β’λώσ’ καμιά τρύπα, γιατί τα έξουδα πιρ’σσέβγαν. Πιρίμινι σ’ ένα καφινέ, που παγαίναν ιργάτις έτοιμ’ για μιρουκάματου. Πέρασι ένα σουβατζής τσι τουν πήρι στη δ΄λειά. Πήγαν σι μια οικουδουμή τσι κάναν λάσπ’, πουλύ πράμα. Τιχνίτ’ς ύστιρα ανέβ’τσι σ’ έναν όρουφουτσι, τσ’ αρχίνσι να σουβαντίζ’. Είχι ένα ιμ’σοφτυαρου τσι πέτα πα στ σ’ τοίχ’ του χάρτζ’, που τέλειουνι ίσαμι μα πεις τσύμ’νου. Συνέχεια λοιπόν φώναζι στου πουργό ναν ανιβάσ’ λάσπ’. Τίν’ς που ήνταν αμάθ’τους αγρότ’ς ζουρλαντίσ’τσι παραπάνου μι του ανέβα κατέβα τσι τα χρειγιάσ’τσι. Έν ήξιρι τι να καν’. Τιλικά, πήρι  απόφασ’, ‘ιβγαλι τα ρούχα τς ιδ΄λειάς, φόρισι τα καλά τσι παρουσιάσ’τσι στ’ αφεντικό. Σουβατζής παραξινέφ’τσι τουν ρώτ’σι:
-Στράτο, θα με σχολάσεις από τώρα;
Τσι γι Τίν΄ς τ’ απάντ’σι:
-Έγ’τσι π’ θα μι σκουλάγ’ς συ, κάλλιου να σκουλάσου γω!
(Από αφήγηση Γιάννη Τσαμπλάκου. Αγιάσος 7.9.2012)

ΕΡΜΟΛΑΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

από το περιοδικό "ΑΓΙΑΣΟΣ"

ΠΟΙΤΣΙ ΤΑ ΨΑΡΕΛΙΑ ΚΟΥΡΤΣΑΦΛΟΥ

Γιανν’ς Νταγής αγόρασι ψαρέλια τσι τα τ’γάν’σι γη γ’ναίκα ντ’. Σάνι κάτσαν να φάν’ του μις’μερ, Γιάνν’ς εν τα ίτζ’γι, έτρουγι μο σαλάτα. Γη γ’ναίκα ντ’, του Πινιώ, παραξινέφ’τσι τσι ρώτ’σι ντουν.
-Γιατί , ε Γιανν’, ε τρως τσι ψαρέλια;
-Σα τα ποίτσις, μουρή γ’ναίκα, κούρτσαφλου, βάλτα μες στου φανάρ’, α τα β’τηξου, μόλις σ’κουθώ ταχτέρ’, μες στου τσάγ’ αντί για παξ’μάδια.
(Από αφήγηση π. Κομνηνού Βράνη. Μυτιλήνη, 28.7.2011)

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΗΝΑΣ


ΣΠΥΡΟΥΣ ΚΑΜΑΤΣΟΥΣ

Μια μέρα κατέβινι τριχάτους απί του Σταυρί Σπύρους Καμάτσους, που κά’τι σ’ πόρτα τα’ Χαραλάμπ’ τα΄Τσάγαλ ’ αλλά τσι σ’ καρσ’νή τ’ Μαριγλή τσι π’λει λουγής λουγής βότανα. Τουν είδι Αντών’ς Μηνάς τσι τουν ρώτ’σι:
-Γιατ’ είσι διας’κός ρε Σπυρέλ’;
-Ανιγκάζουμι, ρε Αντών’, ν’ ανοίξου του σούπερ μάρκετ, γιατί πέρασι γη ώρα τσι φουβάμι μη μι προυκάνιν γοι άλλ’ γοι μιγαλέμπουρ’!
ΕΡΜΟΛΑΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΠΕ ΤΟΥ ΣΥ, ΜΟΥΡΗ ΛΙΝΑΚ’!

Του Γληγουρέλ’ ήνταν καθυστιρημένου τσι ε ντα ίπιρνι τα γράμματα. Απόμ’νι δυο τρεις χρουνιές τσι γοι δασκάλ’ γκντούσαν ντουν μι τν μανέλα για να ξισκουλίσ’. Γη  μ’κρή γη αδιρφή ντ’, του Λινάκ’, που τουν έφταξι σ’ πέμπ’, ήταν σπίρτου τσι κάθ’ντου μαζί ντ’ στου θρανίου. Κάθα φουρά λοιπόν π’ τουν ρώτα δάσκαλους τα’ ενι μπόργι ν’ απαντήσ’ σνιρώτησ’, γύρ’ζι σν αδιρφή ντ’ τσ’ ίλιγι: πε του συ, μουρή Λινάκ’, γιατί ε ντου ξέρου!
ΑΡΠΑ
Από το περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ

ΙΜ‘ΧΑΛ’Σ ΚΑΝ Τ’ ΓΝΑΙΚΑ

Τ’ μέρα τς Γιουρτής τς Γ’ναίκας Αντών’ς Μηνάς μι του φίλου ντ του γκαρδιακό τουν Ιμ’χάλ’ τουν Ασλάν πήγαν στου «Πανιλλήνιου», που είχι μουσική. Ήταν έφτου τσι κάτ’ Αγιασσώτ΄σσις που παραξινιφτήκαν τσι ρουτήσαν. Που γυρίζιτι σεις έδγιου; Είχα υπουχρέουσ’, είπι Μηνάς, σα που’νι γη μέρα, να τουν φέρου του Ιμ’χάλ’, γιατί κάθα χρόνου τς Απουκριγιές καν’ στν Αγιάσου τα’ γ’ναίκα.

(Από αφήγηση του Αντώνη Μηνά)

Ερμόλαος Χατζηβασιλείου

ΑΜΜΟΥ ΘΑ ΦΑΣ ΕΦΤΟΥ;

Σταύρους Γιουργαντής πούλι απίδια στου Κάμπου τσι τα διαλάλι κάθα λιγου τσι λιγάκ’. Πέρασι ένας ξένους τσι λογιαζί ντα
  • Πάρι κ’μπάρι, απίδια, Είναι μπαγιρίσια, είναι νόστιμα.
  • Τι να τα κάνω; Είμαι περαστικός και πηγαίνω στα Βατερά για μπάνιο.
  • Τσι σχές’ έχ’ αυτό, ρε κ’μπάρι; Άμμου θα φας έφτου που θα πας;

Μυτιλήνη, 3.9.2010
Αντώνης Μηνάς

ΔΥΟ ΦΟΥΡΕΣ ΜΑΡΤΥΡ’ΣΙ

Του Δημητρέλ’ γιου Δούκουρους αν’φουρίζουντας σ’ ένα δρόμου, κουντουστάσ’τσι όξου απ’ ένα ιργαστήριου ξυλουγλυπτικής, είδι του τιχνίτ’ που δούλιβγι μαστουρ’κά μι του καλέμ’ μιαν εικόνα, τα’ είπι: τούτους γι άγιους δυο φουρές μαρτύρ’σι!
(Από αφήγηση του Αντώνη Μηνά. Μυτιλήνη 2011)
Ερμόλαος Χατζηβασιλείου

AΦΗΚΑ ΤΑ ΙΘ’ΤΣΕΣ ΙΜ ΤΑ ΙΔΛΕΙΕΣ

Ένας Αγιασώτης τα έφτιαξε με μια παντρεμένη. Μια μέρα έσπασε, που λένε, ο πειρασμός το πόδι του και τους έπιασε στα πράσα ο κουμπάρος
  • Τι κάν’ς έφτου, ρε κ’μπάρι;  
  • T’ Τύφλα μ’ τσι τ’ μούτζα μ’ κάνου! Αφήκα τς ιθ’τσες ιμ τα ιδλειές τσι ξιμπιρδεέβγου τα ξένες!

Αγιάσος, 23.07.2011
Προκόπης Κουτσκουδής

ΦΡΕΝΟΥΜΙ ΤΟΥ ΚΛΑΣ’ΜΟΥ!

Πήγα στ’ Μηχανή τ’ Συνιτιρισμού για μια δλειά. Διιφθυντής ήνταν γι Κουτρής. Γοι μηχανές βουγίζαν, εν ήκ’γις τίπουτα. Κάτσα κουντά ντ τσ’ ίβλιπα. Καμιά φουρά έστσυψι, για να μ’ πει κάτ’ στ’ αφτί. Έστστυψα τσι γω τσι μ’ είπι: Ρε κ’μπάρι, έδγιου φρένουμι του κλας’ μου!

Μυτιλήνη, 24.4.2007
Αντώνης Μηνάς

ΣΥΡΙ, ΒΑΣΙΛ’!

Βασίλ’ς γι Ουρφανός, γι Κ’στος, έγιουτι που ήνταν σ’ δόξις-ιντ, ίφιρνι ιμπουρεύματα, υπουγράφουντας γραμμάτια. Μια μέρα, σαν που ήν’γι τς κούτις όξου απ’ του μαγαζί ντ, στου σουκάτσ’, ανιβαίνουντας στου Σταυρί, περασί ένας πειραξίτ’ς τσι φώναξει: Σύρι Βασίλ’! Γύρσι Βασίλ’ς τα’ τα είπι μι του γνουστό ντ ύφους: Τσι τν ακκλησιά να μ’ δώσιν, ρε κ’μπάρι, παίρνου τνα!

Μυτιλήνη, 24.4.2007
Αντώνης Μηνάς

ΘΙΟΣ Σ’ΧΟΥΡΣ’ ΤΟΥΝ!

Κόσμους λέγιν γιλά πιο πουλύ σ κηδείις απ’ ό,τ’ σ’ χαρές. Γι άθριπους εν ήνταν τσι που μιγάλους στν ηλικία, αλλά γιου Θιός τουν αγάπα τσι τουν πήρι μάνι μάνι κουντά ντ. Σ’ κηδεία ντ στν ακκλησιά στου τέλους πλια, άμα γιου παπάς είπι  «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν», γη γ’ναίκα ντ πάτ’σει μια φουνή που βόιξι γη ακκλησιά: Αχ αντρέλ’ ιμ, πότι θα σι ξαναδώ! Τσι ένας Αγιασώτ’ς άπουνους τσι κουτσουμπόλ’ς που ήνταν δίπλα μ’ απόπουσι σιγά  σιγά: Στ’ αγγούρια ζαμάν’!

Μιχάλης Χριστοφαρής
(Καμπάς)

Από το περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ

ΓΗ ΠΑΓΩΝΑ ΤΣΙ ΚΑΛΠ’Σ
Δ’μήτ’ς Αγρίτ’ς, γη Παγώνα, πήρι  μια φουρά έναν ίργάτ’ τσι τουν πήγι στου κτήμα για να δλ’έψ.  Φαίνιτι όμους πους ήταν κάλπ’ς τα’ εν είχι όριξ’ για δ’λειλα. Κάν’ντου τσι ξ’λών’ντου. Λόγιαζι απ’ τη μια, λόγιαζι απί τν άλλ’ τσι γη ώρα πέρνα. Γη Παγώνα χάσι τν υπουμουνή ντ τσι τ’ είπι: Ρε κ’μπάρι, γω σ’ ίφιρα έδγιου για να εργαστείς τα’ όχ΄για να πιριιργαστείς!

Μυτιλήνη, 3.9.2010
Αντώνη Μηνάς

ΕΧΙ ΤΟΥ ΝΟΥ Σ’ ΜΗ ΠΝΙΓΕΙΣ!

Νίκους πούλι σν Αγουρά απίδια τσι τα καυτσιόντου πς είνι ζουμιρά τσ’ αφράτα, μόλου που ’νταν σα πέτρις, να τα ρίξ’ς στου στσύλου. Άμανι αγόρασι ένας  παναγυριώτ’ς μια τσάντα απί φτα, τουν ιφχαρίστ’σι Νίκους τσι τουν καταβόδουσι. Στου καλό, στου καλό! Σάνι πουρπάτ’ξι κουμμάτ’,  είπι σιγανά, μην τουν ακούσ’ : Έχι του νου σ’ μη πνιγείς!

Μυτιλήνη, 24.8.2010
Αντώνη Μηνάς

Από το περιοδικό ΑΓΙΑΣΟΣ

Ε ΚΑΝΙΝ ΟΥΛΑ ΤΑ ΞΥΛΑ…

Ένα μικρό μουρό έκανι παλαβάδις σ’ ψησταριά ντουν τα’ ένας πιλάτ’ς, γιου Γιάνν’ς, του έσμιξι τσι τα’ είπι μια κβάρα άστς’μα λόγια. Πατέρας ιντ, Στράτ’ς, παραξηγής’τσι τα’ είπι πους του μουρό ντ είνι γνους’κό τσι πους θα γίν’ μια μέρα μιγάλου τσι τρανό τσι θα του ζ’λέβγιν ούλ’ τσι μαζί τσι φτος που του ψιγάδιαζι, άμα ζει. Εν του π’στέβγου, είπι Γιάνν’ς, γιατί ούλα τα ξύλα ε γέν’ντι έπιπλα!
            (Από αφήγηση Στρατή Δουλαδέλη, Αύγουστος 2002)
ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΛΕΖΕΛΗΣ
(ΠΟΥΠΟΥΣΑΣ)

ΠΗΓΗ: ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ‘ΑΓΙΑΣΟΣ‘

AΣΤΕΙΑ ΜΙ ΤΑ ΣΩΒΡΑΚΑ

Μπαίνει ξαφνικά στο σπίτι του ο ανυποψίαστος νοικοκύρης, βλέπει τον κουμπάρο του με τα σώβρακα και αρχίζει ο διάλογος:
-          Τι γίνιτι έδγιου, ε κ’μπάρι;
-          Τίπουτα, αστεία κάνουμι, ε κ’μπαρι!
-          Α τα βράσου γω έγιτια αστεία μι τα σώβρακα!
           Αγιάσος 23/7/2011           
                                                                               ΠΡΟΚΟΠΗΣ ΚΟΥΤΣΚΟΥΔΗΣ

ΓΗ ΠΑΓΩΝΑ ΤΣΙ ΚΑΛΠ’Σ

Δ’μήτ’ς Αγρίτ’ς, γη Παγώνα, πήρι μια φουρά έναν ιργάτ’ τσι τουν πήγι στου χτήμα για να δλέψ’. Φαίνιτι όμους πους ήταν κάλπ’ς τσ’ έν είχι όριξ για δλειά. Κάντ’ντου τσι ξλών’ντου. Λόγιαζι απ’ τη μια, λόγιαζει απί τν άλλ’ τσι γη ώρα πέρνα. Γη Παγώνα χάσι τν απουμουνή ντ τσι τ’ είπι: Ρε κ’μπάρι, γω σ’ ίφιρα έδγιου για να ιργαστείς τσ’ όχ’ για να πιριιργαστείς!
          Μυτιλήνη 3/9/2010
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΗΝΑΣ

ΈΧΟΥ ΠΛΥΜΕΝΟΥ ΜΟ ΤΟΥ ΕΝΑ

Τσιρό πόνι τς Βασιλ΄τσής του πουδάρ τσ’ ανιγκάς’τσι τσι πήγι στουν αγρουτικό γιατρό. Τν ίβαλι κάτου α τν ιξιτάς’ τα ε’ιπι α βγάλ’ τα μαλλέννις κάρτσις που φόργι. Γη Βασιλ΄τσή ’ ίβγαλι μο τη μια κάρτσα, γιατρός όμους ιπέμινι να βγάλ’ τσι τν άλλ’. Όσου τν έκανι, φτη τίπουτα, εν ήθιλι α τνι βγάλ’. Μι τα πουλλά, τ’ είπι γη Βασιλ΄τσή του μιγάλου του μυστικό: Γιατρέ, μην ιπιμέν’ς. Τ’ κάρτσα εν τνι βγάζου, γιατί έχουν πλυμένου μο του ένα του πουδάρ‘!
           Μυτιλήνη 28/7/2011
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΗΝΑΣ


ΕΧΙ ΤΟΥ ΝΟΥ Σ’ ΜΗ ΠΝΙΓΕΙΣ

Νίκους πούλι σν Αγουρά απίδια τσι τα καυτσιούντου πς είνι ζουμιρά τα’ αφράτα, μόλου που ’νταν σα πέτρις, να τα ρίξ’ς στου στσύλου. Άμανι αγόρασι ένας παναγυριώτ’ς μια τσάντα απί φτά, τουν ιφχαρίστ’σι Νίκους τσι τουν καταβόδουσι. Στου καλό, στου καλό! Σάνι πουρπάτ’ξι κουμμάτ’, είπι σιγανά, μην τουν ακούς’:  Έχι του νου σ’ μη πνιγείς
            Μυτιλήνη 24/8/2009
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΗΝΑΣ


ΓΟΙ ΜΙΛ’ΤΖΑΝΙΣ

Απόξου απ’ του καφινέ τ’ Κατσαμπού καντ’ντου του Μιτρέλ’ γι Άνιμους τσι πούλι μιλ’τζάνις. Είχι πέντ’ έξ’ τσάντις τ’ κιλού τσι φώναζι: Ρε ’θρωπ’, μιλ’τζάνις χουρίς λίπασμα! Γη ώρα πέρνα τσι γοι μιλ’τζάνις καθούνταν απούλ’τις. Πέρασι ένας πουλύ γνουστός τσι τα’ είπι γιου παραγουγός:
-          Ε Στρατ’, πάρι καμιά μιλ΄τζάνα, ρε, που ’νι χουρίς λίπασμα.
-          Τι α τα κάνου, ρε Μητρέλ’;
-   Α τς πάς στη γ’ναίκα σ’, α τα μαγειρέψ΄ τς’ α τα πεις α τς κάν’ βαρκούδις, πουταμόπλοια, γή γιμ’στές αρβύλις!
Αγιάσος, Αύγουστος 1997
ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΛΕΖΕΛΛΗΣ
(ΠΟΥΠΟΥΣΑΣ)
ΠΗΓΗ: Περιοδικό ‘ΑΓΙΑΣΟΣ‘

ΜΗ ΤΝΗ ΘΑΡΜΙΣΙΝ

Δύο Αγιασώτες στέκονται μπροστά σε μια αφίσα μ' ένα περιστέρι με μια χάντρα στο λαιμό που συμβολίζει την ειρήνη. Ρωτά ο ένας:
--"Γιατί τ'ς βάλαν χάντρα;"
--"Για να μην τνη θαρμίσιν", απαντά ο άλλος.

Γλωσσάρι
·         θαρμίσιν = ρήμα θαρμίζου (βασκαίνω, ματιάζω), οφθαλμίζω> φθαλμίζω> θαρμίζου (για λόγους ανομοίωσεις, όπως Γρη΄γορης. Γληγόρης> Γληγόρ'ς).
Προκόπης Κουτσουδής

Περιοδικό Αγιάσος
τ. 129 Μάρτης Απρίλης 2002

από το βιβλίο "ΤΟ ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ"

ΣΤΙΓΝΩΝΟΥ ΤΟΥ

Πριν από πολλά χρόνια πήγε μια μέρα Μπότ'ς (Παναγιώτης) στου μαγαζί τ' Δ'μήτ' που 'νταν κουντά στ' Γράμμ' του καφινέ για να ψ'νίσ'. Στου μαγαζί ήνταν γη γ'ναίκα τ' Δημητρού. Κάντνου στ' καρέγκλα τσι μέσ' στα μιριά τ'ς είχι του μαγκάλ' τσι ζισταίντου.

--Τι κάν'ς έφτου, μουρή Μαργούλ'; Θα καγείς μουρή.
--Να ε Μποτ, τ' νύχτα μ' ' το 'βριξι Δημητρός τσι τώρα στιγνώνου του.

1. Κάντνου = καθότανε: παρατατικός γ' ενικό του κάθουμι: κάθουμ', κάθουσ', κάντνου.
Χρ. Γλεζέλλης

Περιοδικό "Αγιάσος"
τ. 129 Μάρτης-Απρίλης 2002
από το βιβλίο "ΤΟ ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ"

ΤΟΥΝ ΙΔΚΟΜ' ΕΚΟΥΨΑ

Κάποτε γιου Ξινόφ'ς προσπάθησε να κόψει το κάπνισμα, γιατί έβλαπτε την υγεία του και το πορτοφόλι του. Ένας για να τον πειράξει του πρόσφερε τσιγάρο και ο Ξινόφ'ς παρασύρθηκε και το πήρε.
-- "Τι είνι, ε Ξινόφ, τουν ξανάπιασις πάλι του τσιγάρου; καλά πους είπις πους τουν έκοψις"
-- "Επειδή έκουψα τουν ιδκόμ, ε πα να πει, πους έκουψα τσι τουν ιδ'κό σ'." Απάντησε ο Ξινόφ'ς

απ' το περιοδικό "Αγιάσος"
Από το βιβλίο "ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ".

ΆΜΑ ΠΛΗΡΩΝ'Σ ΠΟΥΝΕΙΣ

Κάποια μέρα πήγε στο ιατρείο του Κλεομένη μια Αγιασώτισσα για θεραπεία. Ο γιατρός της έβγαλε ένα χαλασμένο δόντι με τρόπο ανώδυνο. Η γυναίκα τον επαίνεσε λέγοντας: "λαφρύ είνι του χέρ' σ' γιατρέ, ποτί ήβγι του δόντ'ιμ εν του κατάλαβα, ένι πόνισα". Ο Κλεομένης, εύστροφος πάντα, έδωσε την πρέπουσα απάντηση.
--Έδιου, Μιλπουμέν', πουνεί κανείς μο άμα πληρών' τσι φεύγ'.
Ερμόλαος Χατζηβασιλείου
Από το περιοδικό "Αγιάσος"
τεύχος 57 Μάρτιος-Απρίλιος 1990
Από το περιοδικό "ΤΟ ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΟ ΠΝΕΎΜΑ"

ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΥΣ

Κάποτες κάποιος ρώτησε τον Κλεομένη:
☛ Πότι , ε γιατρέ, είνι επικινδυνους γιος άθριπους;
Και ο Κλεομένης απάντησε.
☛ Όταν είναι του στουμάχι τ' αδειανό γη τ' αχαμνά τ' γιμάτα

Αντώνης Μηνάς
Απ' το περιοδικό ''Αγιάσος''
Από το περιοδικό "ΤΟ ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΟ ΠΝΕΎΜΑ"

ΠΟΥ ΝΑ ΦΤΥΣΟΥ, Ε ΓΙΑΤΡΕ;

Μια γριούλα Αγιασώτισσα πήγε στο ιατρείο του Κλεομένη να της βγάλει ένα δόντι. Όπως καθότανε στην οδοντιατρική πολυθρόνα η γριούλα και περίμενε να επενεργήσει το αναισθητικό φάρμακο που της έβαλε ο γιατρός , γέμισε το στόμα της  με σάλια και ρωτά τον Κλεομένη.
«Που να φτύσου, ε γιατρε;»
«Όπ θέλ’ς φούτα, εκτός απ’ τα μούτρα μ’» απάντησε ο γιατρός.
Περιοδικό «Αγιάσος».

ΤΣΙΡΞΙ ΑΠ’ Τ’Σ ΠΑΡΑΔΙΣ ΤΣΙ ΟΧ’ ΑΠ’ Τ’Σ ΠΟΝ’

«Πριν μπω στου οδοντιατρείο σου, ε γιατρέ, άκουσα μια γ’ναίκα που τσίρ’ζι απ’ του πόνουκαι φουβούμ’ να μπω» λέγει μια γριούλα στον Κλεομένη που πήγε να της βγάλει το δόντι της. «Μη φοβάσι, της λέγ’ ο οδοντίατρος, η άλλη δεν τσίριζε από τους πόνου, αλλά απ’ τ΄ς παράδις που δώτσι».
Αντώνης Μηνάς
Περιοδικό «Αγιάσος»
Τεύχος 57 Μάης-Απρίλης 1990

ΤΙ ΘΑ ΓΙΝΟΥΜΙ, ΣΑ ΔΕ ΒΡΕΞ'

Του Γιουργέλ ήντναν ξιφτέρ' στα γράμματα! Πλάκουσι τ' αβγά πέντ' έξ' χρουνιές τσ' ήντναν απί τς πιο καλέςτς καρτίρις. Ξιχώρ'ζι μες στ' άλλα τα μουρά, γιατί ήντναν μιγάλους τσ' αρχίν'σι να βγάζ' γένια τσ' ιμ'στάτσ'. Σ' ούλα τα μαθήματα ήντναν σκράπα, αλλά σ' γϊουγραφία εν είχι ταίρ', ένι μπόργι να τουν πιάσ' κανές. Μια φουρά δάσκαλους τουν σήκουσι στουν πίνακα τσι τουν ίβαλι να δείξ' στου χάρτ' τ' Λέσβου. Του Γιουργέλ' λόγιαζι πάνου, λόγιαζι κάτου, λόγιαζι διξιά, λόγιαζί αριστιρά, τ' εν ίξιρι που να θέσ' του δαχτύλ'ιντ!
Δάσκαλους έξυσι μι τ' βέργα του τσιφάλ'ιντ τσ' είπι: ☛ Αχ ρε Γιουργέλ', τι θα γίνουμι, σα δε βρέξ', που θα πάμι!
ΆΡΠΑ

Από το περιοδικό "ΑΓΙΑΣΟΣ" 
τεύχος 193 Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2013

ΚΑΝΑΝ ΡΙΤΖΑ

Γοι χαμάλ'δις τς Αγιάσου πριν απί χρόνια κάναν σουματείου τσ' ιπειδή ήνταν αγράμματ' παρακαλέσαν τουν Τίν' του Πράτσου, τ' Κλιματζούρα, να γίν' πρόιδρους τσ' ας μην ήντναν απ' του σ'νάφ' ντουν. Δέχ'τσι μι τουν όρου να κάν'ν ό,τ τουν λέγ'. Μια μέρα κήρ'ξι απιργίατσι τουν ακ'λουθήσαν ούλ'. Τ' αυτουκίνητα κάντ'νταν φουρτουμένα σν Αγουράτσι γοι χαμάλ'διςέν πιάναν μήδι τιμ'σιαρ'κου μιτάξ'. Σάνι σφίξαν πουλύ τα πράματα, γοι ινδϊαφιρόμιν' βάλαν τα μέσα τσι κάναν ριτζά στ' Κλιματζούρα τσ' έδιατσ' σταμάτ'σι γι απιργία. Ύστιρα απί τούτου γοι χαμάλ'δις πήραν τ' απάνου ντουν, κατάλαβαν πους είχαν δύναμ' τα χέρια, γοι κ'τάλις τσι γοι κατίνις ντουν!
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΗΝΑΣ

Από το περιοδικό "ΑΓΙΑΣΟΣ" 
τεύχος 193 Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2013

ΜΙΑ ΑΔΥΝΑΜΙΑ (ΕΛΑΤΤΩΜΑ) Τ' ΣΟΥΦΟΥΚΛΗ

Ένα απόγευμα ξύριζε ο Σοφοκλής μηχανικά τον μπάρμπα-Βενετή Χατζημάγκου και επηδείς είχε καρφωμένο το μυαλό του στις κοπέλες, που θα περνούσαν και, επειδή κάπου κάπου έστρεφε και την ματιά προς τον καθρέφτη, που καθρέφτιζε τους διαβάτες του δρόμου, κυριολεκτικά κατακρεούργησε το ένα μάγουλο του μπάρμπα-Βενετή. Σε κάθε κόψιμο κι ένα μικρό μπαμπάκι για να σταματά το αίμα... Ο μπάρμπα-Βενετής μόλις είδε στον καθρέφτη τη θλιβερή κατάντια του ενός μάγουλού του λέγει διαμαρτυρόμενος στο Σοφοκλή: "Ε Σουφουκλή, μη φ'τεύ'ς μόνου μπαμπάτσ', βάλι τσι κουμμάτ' βίκου στου άλλου μάγ'λου μ'".



Γλωσσάρι:
·         φ'τεύ'ς = φυτεύεις
·         Βίκος (ο) = είδος κτηνοτροφιού φυτού

Γιώργος Παπάνης
Περιοδικό "Αγιάσος"
τ. 48 Σεπτέμβρης-Οκτώβρης
Από το περιοδικό "ΤΟ ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΟ ΠΝΕΎΜΑ"

ΕΝ ΤΟΥ ΑΠΟΥΓΕΥΤΑ

Ο Νέστορα σύχναζε στου Γιάννη Καλφαγιάνν' το καφενείο στην κάτω αγορά Αγιάσου... Ένα απογευματινό του Μάρτη άρχισε μια νεροποντή αναπάντεχη. Ο Δημήτρης ο Δελόγκος γη "απ'δάρα", θέλ'σι να πειράξ' του Νέστουρα και τον ρωτά: 

☛ Ε Νέστουρ', είνι καλό εγτουτου του νιρό του Μαρτιάτ'κου για τα δέντρα π' 

ανοίξαν;

Και ο Νέστορας απάντησε

☛ Ε ντο απουγεύκα, ε Δημητρό

Γλώσσάρι:

απουγεύκα = δοκιμάζω

Προκόπιος Κουτσκουδής

Περιοδικό 'Αγιάσος' τ. 61 Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1990



Από το βιβλίο 'ΤΟ ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ' των Δημητρίου και Γιάννη Παπάνη


ΓΗ ΑΠ'ΔΑΡΑ ΡΟΥΜΑΣΗ

Ο Δημητρός Δελόγκος «γη Απ'δάρα», όπως τον βάφτισαν οι Αγιασώτες, συνήθιζε να πειράζει τον Νέστορα.Μια μέρα λοιπόν ψιλόβρεχε και γη «Απ'δάρα» άνοιξε την πόρτα του καφενείου του Καλφαγιάννη για να φύγει, αλλά, μόλις έκανε λίγα βήματα, μπουρδουκλώθηκε και ξεπλαντάρωσε φαρδύς πλατύς στην μέση του δρόμου. Και ο Νέστορας γέλασε και του ανταπέδωσε τα πειράγματα, που του έκανε γη Απ'δάρα με την φράση: «γη Απ'δάρα ρούμασι τσι ξαπλαντάρουσι».

Γλωσσάρι
·         Ρούμασι = ωρίμασε
·         ξιπλανταρώνου, ρήμα = πέφτω με την πλάτη προς την γή, αναπαύομαι...
Προκόπης Κουτσκουδής

Από το περιοδικό «Αγιάσος» τεύχος 61 Νοέμβρης-Δεκέμβρης 1990

Από το βιβλίο «ΤΟ ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ» των Δημητρίου και Γιάννη Παπάνη


ΣΠΟΥΔΑΖ' ΛΥΚΟΥΛΟΥΓΙΑ

Δυο γονείς συζητούν στο καφενείο:

☛ Που είναι ο γιο σου;
☛ Σπουδάζει πολιτικός μηχανικός στην Αθήνα, στο Πολυτεχνείο.
☛ Ο δικό σου;
☛ Είναι στο Λονδίνο
☛ Τι σπουδάζει;
☛ Λυκουλουγία
☛ Τι επιστήμη είναι αυτή;
☛ Να μου 'φαγε 500 πρόβατα και ποιος ξέρει πόσα θα μου φα' ακόμα. Ειδικότητα δεν είνι τσι φτη;

Προκόπης Κουτσκουδής

Περιοδικό Αγιάσος
τ. 150 Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2005
Από το βιβλίο <Το Αγιασώτικο Πνεύμα> των Δημήτρη και Γιάννη Παπάνη

ΤΣΙ ΣΑ ΠΕΣ'Μ Θ'ΚΟ ΜΑΣ ΕΙΝΙ;

Κάπουτι μι του σύλλουγού μας παγαίναμι εκδρομή στου Καναδά. Σαν ίμπαμι στ' αϊρουπλάνου τσι απουγειώθτσι, γη Σταυρούλα, τ' Λιουνίδ τ' Λιγέλ΄ γη γ'ναίκτα, είπι στουν άντρα:
☛ Ξέρ'ς, ε Λιουνίδα, α πέσ' τ' αριουπλάνου;
☛ Τσι σα πέσ', τι σι νοιάζ' θ'κό μας είνι; Απάντ'σι Λιουνίδας.
Γρηγόρης Παπαπορφυρίου
Περιοδικό Αγιάσος
τ. 83 Ιούλης-Αύγουστος 1994Από το βιβλίο <Το Αγιασώτικο Πνεύμα> των Δημήτρη και Γιάννη Παπάνη

ΤΟΥ Π’ΛΙ Μ’ Ε ΠΑΙΡΝ’ ΧΑΜΠΑΡ’!

Στου καφινέ τ’ Γιάνν’ τ’ Νταγέλ’, τα’ Κατσαμπού, κάντ’ντου μια παρέγια απί τριγιά ζιβγάρια, που μαζί ντουν ήνταν τσι γιου αγρουτικός γιατρός.  Του θέμα π’ κουβιντιάζαν ήνταν του χάπ’ βιάγκρα. Δίπλα ντουν, σ’ άλλου τραπέζ, κάντ’ντου ένας μπαχτσαβάν’ς τσ’ ίπ’νι τσι φτος τ’ μπίρα ντ’. Παρακουλούθγι τ’ συζήτησ’ μι προυσουχή, αλλ’ εν ίπιρνι μέρους. Σαν είπι όμους ένας πους του καρπούζ’ αντικαθιστά του βιάγκρα, ένι βάσταξι τσι φώναξι: Γιλασμένους είσι! Γω ‘μι παραγουγός τσι καταναλουτης απ’ τς λίγ’. Δίνου τσι καταλαβαίνιν τα καρπούζια, αλλά του π΄λί μ’ ε παίρν’ χαμπάρ’, είνι σι απιργία διαρκείας, ε κάν’ κούκου!
Αθήνα 23.7.2008
ΧΡΙΣΤΟΣ ΓΛΕΖΕΛΗΣ
(ΠΟΥΠΟΥΣΑΣ)
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΓΙΑΣΟΣ"
ΤΕΥΧΟΣ 194 ΓΕΝΑΡΗΣ-ΦΛΕΒΑΡΗΣ 2013

ΞΑΠΛΩΤΙ ΤΟΥΝ…

Μια μέρα σ’ ένα χουριό θάφταν έναν παπά. Ρουτήσαν τ’ παπαδιά, αν θέλ’ να τουν θρουνιάσιν, που ‘νι όρκους πους δε θα ξουνουβάλ’ άντραστο πλιβρό τς. Όχου! Κ’στανιές,  τι μι ρουτάτε έγιτγις ώρις; ξαπλώτι τουν σαν ούλ’ τς ανθρώπ’, να χου τσι γω του τσιφάλ’ ιμ’ ήσυχου!
ΣΙΜΟΣ ΣΚΛΕΠΑΡΗΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΓΙΑΣΟΣ"
ΤΕΥΧΟΣ 194 ΓΕΝΑΡΗΣ-ΦΛΕΒΑΡΗΣ 2013

ΗΡΤΑΜΙ ΓΙΑ ΝΑ ΣΙΓΟΥΡΑΡΟΥΜΙ
Μια φουρά παλιά στ’ν Αγιάσου πέθανε κάποιος που νταν πουλυ παλιάθριπους τσι στ’ κηδεία τ’ ήντναν πουλύς κόσμους τσι ένας ξένους ρουτά κάποιον Αγιασώτ’: 
--Μα καλά γιατί έχει πολύ κόσμο τόσο καλός άνθρωπος ήταν; 
Τσι απαντά γιου Αγιασώτ’ς: 
--Όχ’ ήρταμι για να σιγουράρουμι 
24.4.2013
Από αφήγηση του κ. Αντώνη Μηνα

Η ΓΕΝΝΕΣΗ
Μια φορά στην εκκλησία της Αγιάσου ο παπάς διάβαζε την γένεση που λέει Αβραάμ εγέννησε τον Ιακώβ, Ιακώβ εγέννησε τον Ιωσήφ.....και το παπαδάκι αφηρημένο ξεμάκρυνε το χέρι που φώτιζε το ευαγγέλιο- μια και δεν είχαν τότε ηλεκτρικό ρεύμα,- και ο παπάς δεν έβλεπε να διαβάσει. Εξοργισμένος τότε γυρνάει στο μικρό και του λέει:
☛ Φέξι ρε διάβουλι να δω ποιος διάβουλους γένσει τουν άλλουν του διάβουλου!!!
                                                                                   18/3/2013
Από αφήγηση

ΤΟΥ ΒΟΔ' ΕΝ ΕΙΧ' ΠΟΥΔΑΡΙΑ;

Ο Νέστορας πάει σε ένα πατσατζίδικο της Αγιάσου και παραγγέλνει μια μερίδα πατσά. Πήρε το κουτάλι και άρχισε ν' αροανακατεύει τον πατσά, για να κρυώσει δεν έβρισκε όμως ούτε δράμι κρέας από τα πόδια του βοδιού, απ' τα οποία γινόταν συνήθως ο πατσάς και ρωτά τον πατσατζή:
☛ ε μ' λέγ'ς ε κ'μπάρι, του βόδ' εν είχι πουδάρια τσι ήρτι μι τα δικανίστια;

Από το περιοδικό Αγιάσος
τ. 70, Μάης-Ιούνης 1993
Ερμόλαος Χατζηβασιλείου
από το βιβλίο ΤΟ ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ
των Δημητρίου και Γιάννη Παπάνη

ΤΙ ΤΣΙΡΟ ΚΑΝ' ΣΤΟΥ ΓΙΑΛΟ;

Κάπουτι Δημητρός του Παπάν', γιου Μπουγδής, πήγι στα ψαραδ'κα να πάρ' ψάρια. Κάτσι απουπάνου απί τ'ν κάσα τσι τα κοίταζι. Τουν είδι γιου ψαράς γιου Στράτ'ς γιου Καλαλές τσι παραξινεύτσι.
- Άντι, ρε Δημητρό, τι τα λουγιάζ'ς;
- Εν τα λουγιάζου αλλά τα ρουτώ
- Τι τα ρουτάς, μαθέ;
- Ρουτώ τα τι τσιρό κάν' στου γιαλό
- Τσι τι σ' είπαν;
- Μ' είπαν πους λείπιν πουλλές μέρες τσι ε ξέριν.

Γρηγόρης Παπαπορφυρίου
Περιοδικό Αγιάσος
τ. 80 Γενάρης-Φλεβάρης 1994
Από το βιβλίο Το Αγιασώτικο Πνεύμα των Δημητρίου και Γιάνννη Παπάνη

Ε χαλούν…
Σε ένα μπακάλικο της Αγιάσου είχαν  πάει  κάποιοι υπάλληλοι μιας υπηρεσίας και είδαν ότι ο μπακάλης είχε τυριά έξω από το ψυγείο επειδή είχε χαλάσει εν τω μεταξύ στην Αγιάσο είχε χιονίσει και έκανε πολύ κρύο.
Τότε οι υπάλληλοι λένε στον μπακάλη:
---> Γιατί κύριε έχετε τα τυριά εκτός ψυγείου;

Και απαντά:


---> Χάλασι του ψυγείου τσι τα βγαλα όξου που κάν’ πιο πουλύ κρυγιώμα τσι ε χαλούν!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Flag Counter
 
>